Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβαλών — καταβάλλω throw down aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηξίφρων — ῥήξιφρον, Α (κατά τον Ησύχ.) «καταβαλὼν τὴν φρένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ρήγνυμι) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. τερψί φρων] … Dictionary of Greek